Λαύριο

Λαύριο
Sp Lãvrijas Ap Λαύριο/Lavrio L Atika, Graikija

Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Λαύριο — το πόλη του νομού Αττικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… …   Dictionary of Greek

  • λαυρεωτικός — και λαυρ(ε)ιωτικός, ή, ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, ή, όν) [Λαυρεώτας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • Lavrio — Gemeinde Lavrio Δήμος Λαυρεωτικής (Λαύριο) …   Deutsch Wikipedia

  • Λαυριώτης — και Λαυρεώτης, ο, θηλ. Λαυριώτισσα [Λαύριο] 1. αυτός που κατάγεται από το Λαύριο ή ο κάτοικος τού Λαυρίου 2. (ως προσηγορικό) ο λαυριώτης μοναχός τής μονής τής Μεγίστης Λαύρας τού Αγίου Όρους …   Dictionary of Greek

  • Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τα Σπάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 55 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 118 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση λειτουργούν οι αρχιερατικές επιτροπείες Σπάτων,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Η συλλογή του μουσείου στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας μέχρι το 1979, οπότε μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιούπολη (Κτίριο Γεωλογίας, Ζωγράφου), για να παραμείνει αποθηκευμένη μέχρι το 1996. Τα εγκαίνια της επανέκθεσης τον… …   Dictionary of Greek

  • Laurion — Lavrion (altgr. Λαύριον, neugr. Λαύριο, Lavrio) ist eine Stadt in Griechenland und Sitz der Bezirksverwaltung des südöstlichen Attika). Sie befindet sich zwischen den antiken Orten Thorikos und Sounion direkt an der Küste des Ägäischen Meeres.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”